- απότμημα
- ἀπότμημα, το (Α) [αποτέμνω]κομμάτι, τεμάχιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπότμημα — anything cut off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτμημάτων — ἀπότμημα anything cut off neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτμήμασιν — ἀπότμημα anything cut off neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτμήματα — ἀπότμημα anything cut off neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτμήματι — ἀπότμημα anything cut off neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτμήματος — ἀπότμημα anything cut off neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek